- αποπτερυγίζομαι
- ἀποπτερυγίζομαι (AM)μσν.απλώνω ή ανοίγω τα φτερά μου και πετώ μακριάαρχ.χτυπώ τις φτερούγες μεταξύ τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποπτερυγίζηται — ἀποπτερυγίζομαι clap the wings vehemently pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπτερυγίζωνται — ἀποπτερυγίζομαι clap the wings vehemently pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)